- προέρπω
- προέρπω,A issue forth,
ὡς θηρίον ἐκ φωλεῶν Sor.2.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὡς θηρίον ἐκ φωλεῶν Sor.2.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προέρπω — Α έρπω, προχωρώ έρποντας προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek